χριστιανοδημοκράτης

χριστιανοδημοκράτης
ο, θηλ. χριστιανοδημοκράτισσα, Ν [χριστιανοδημοκρατία]
μέλος ή οπαδός τού χριστιανοδημοκρατικού κόμματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανοδημοκρατικός — ή, ό, Ν [χριστιανοδημοκράτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χριστιανοδημοκρατία ή στον χριστιανοδημοκράτη 2. φρ. α) «χριστιανοδημοκρατικό κόμμα» πολιτικό κόμμα που πρεσβεύει τις αρχές τής χριστιανικής δημοκρατίας β) «Χριστιανοδημοκρατική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”